Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ ὀπίσθια

См. также в других словарях:

  • ὀπισθία — ὀπισθίᾱ , ὀπίσθιος hinder fem nom/voc/acc dual ὀπισθίᾱ , ὀπίσθιος hinder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθίᾳ — ὀπισθίᾱͅ , ὀπίσθιος hinder fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπίσθια — ὀπίσθιος hinder neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθίας — ὀπισθίᾱς , ὀπίσθιος hinder fem acc pl ὀπισθίᾱς , ὀπίσθιος hinder fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπισθίαν — ὀπισθίᾱν , ὀπίσθιος hinder fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίπυγος — ἀντίπυγος, ον (Α) 1. αυτός που έχει τα οπίσθια στραμμένα προς τα οπίσθια άλλου 2. ο απέναντι, ο αντικρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πυγος < πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος, λευκόπυγος] …   Dictionary of Greek

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • οπίσθιος — α, ο (ΑΜ ὀπίσθιος, ία, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθια το πίσω μέρος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • πισινός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έρχεται, κάθεται ή βρίσκεται πίσω από κάποιον, ο οπίσθιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πισινός οι γλουτοί μαζί με τον πρωκτό, τα οπίσθια 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πισινά i) τα οπίσθια μέρη τού ανθρώπου από την οσφύ και κάτω ii)… …   Dictionary of Greek

  • άπυγος — ἄπυγος, ον (Α) [πυγή] 1. ο χωρίς οπίσθια 2. αυτός που έχει ισχνά οπίσθια 3. ο κίναιδος …   Dictionary of Greek

  • ημίκωλα — ἡμίκωλα, τά (Μ) τα οπίσθια, οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κώλον «οπίσθια»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»