-
1 οπισθία
ὀπισθίᾱ, ὀπίσθιοςhinder: fem nom /voc /acc dualὀπισθίᾱ, ὀπίσθιοςhinder: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὀπισθίᾱͅ, ὀπίσθιοςhinder: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 οπίσθια
-
3 ὀπίσθια
-
4 ὀπισθία
Βλ. λ. οπισθία -
5 ὀπισθίᾳ
Βλ. λ. οπισθία -
6 οπίσθια
derrière -
7 με τα οπίσθια στην...
d'esquena a... -
8 οπίσθιος
-
9 οπισθίας
ὀπισθίᾱς, ὀπίσθιοςhinder: fem acc plὀπισθίᾱς, ὀπίσθιοςhinder: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ὀπισθίας
ὀπισθίᾱς, ὀπίσθιοςhinder: fem acc plὀπισθίᾱς, ὀπίσθιοςhinder: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ὀπίσθιος
A hinder, belonging to the hinder part, IG12.369.12 ; τὰ ὀ. σκέλεα the hind-legs. Hdt.3.103, X.Eq.11.2 : sg., Arist.HA 500b30 ;πόδες Semon.28
, Philem.145 ; τένων ὁ ὀ. the tendo Achillis, Hp.Fract.11 ; so ὀπίσθια (sc. μόρια) Arist.GA 722b29 ; τὸ ὀ. the hinder part, opp. τὸ πρόσθιον, Id.IA 706b1 ; also of the cheek of animals, Id.HA 492b23 : Subst. fem. ὀπισθία, hinder part, Epich. 90 ; of stars, following in the daily movement, Cleom.1.1. Adv. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀπίσθιος
-
12 λάσανον
λάσανον, τό, 1) nach B. A. 106 μαγειρικὸς βαῦνος, ein Rost, worauf die Köche den Kochtopf oder die Bratpfanne setzen, Dreifuß, sonst χυτρόπους, Ar. Pax 893; VLL. – 2) nach B. A. 51 ἐφ' ᾡ ἀποπατοῠμεν, Nachtstuhl, Nachtgeschirr, Bass. 3 (XI, 74); Comic. in VLL., die es von λάσιος ableiten, wie Hesych. λάσανα, τὰ ὀπίσϑια τῶν μηρῶν ἀπὸ τῆς δασύτητος.
-
13 ὀπίσθιος
ὀπίσθιος, auch 2 Endgn, hinten, auf der hinteren Seite befindlich; τὰ ὀπίσϑια σκέλεα, Her. 2, 103; so Xen. Equ. 1 l, 2; ἐπὶ τῶν ὀπισϑίων ποδῶν ἱστάμενοι τοῖς προσϑίοις ὠρχοῦντο, Ath. XII, 550 d; Arist. u. Sp. – Auch adv. ὀπισϑίως, hinten, im Rücken, LXX.
-
14 ὀκλάζω
ὀκλάζω (ob von κλάω, knicken? nach Ruhnk. ep. crit. 244 von ὄκος, ὄκω, und verwandt mit ἄγκος, ἀγκύλος; es ist wohl ein eigener Stamm, mit unserm » hocken« zusammenhangend), mit gebogenen Knieen sich auf die Fersen niederlassen, hinhocken, hinkauern; λέχριός γ' ἐπ' ἄκρου λάου βραχὺς ὀκλάσας, Soph. O. C. 197; καὶ ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο, Xen. An. 5, 9, 10, in einem persichen Tanze (vgl. Heliod. 4, 17, wonach es eine Art Kosak od. Mazurek war); c. acc., zusammenlegen, krümmen, τὰ ὀπίσϑια, Hipp. 11, 3; τοὺς προσϑίους, Ael. H. A. 7, 4; Luc. verbindet ἐς γόνυ ὀκλάσας, Mort. D. 27, 4, ὀκλάζων τῷ ἑτέρῳ, Philops. 18; οἱ τοῖς ἵπποις ἐφάλλεσϑαι μὴ δυνάμενοι αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπ τειν διδάσκουσιν, Plut. conjug. praec. p. 413; – sich auf die Kniee niederlassen, wie Mosch. 2, 99 vom Stier. – Uebertr., οὐ σῆς κραδίης ὑψαύχενος ὤκλασεν ὄγκος, legte sich, Iren. 3 (V, 251). – Auch = müde werden, ποδῶν δέ οἱ ὤκλασεν ὁρμ ή, Mus. 325; vgl. Hesych. ὤκλασαν ἐπ ὶ τῶν ἀπειρηκότων ἐν παντὶ πράγματι; – aus Erschöpfung nachlassen, erschlaffen, einzeln bei Sp.
-
15 ἐφ-έλκω
ἐφ-έλκω (s. ἕλκω), ion. ἐπέλκω, heran-, herbeiziehen, schleppen; ναῦς δ' ἃς ἐφέλξω Eur. Cycl. 151; ἥλιος ἐφέλκων λαμπρὸν Ἑσπέρου φάος Ion 1149, hinterherziehen, wie ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον Her. 5, 12; οὐράς, nachschleppen, 3, 113; καλωδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα Thuc. 4, 26; κατὰ τὰς πρύμνας τῶν λέμβων ἐφέλκειν διενοοῦντο τοὺς ἵππους νέοντας Pol. 3, 43, 4; τὰ ὀπίσϑια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ πρόσϑια, sie ziehen sie an die Vorderfüße heran, Arist. H. A. 8, 24. Uebertr., ὁ χρυσὸς φρονεῖν βροτοὺς ἐξάγεται δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων, herbeiführend, Eur. Herc. F. 777; ξυμφοράς Med. 552; αἴσϑησιν Plat. Phil. 95 e; μηδὲ τούτῳ ἐφέλκεσϑε, laßt euch dadurch nicht verlocken, Thuc. 1, 42. – Häufiger im med. an sich heranziehen, mit sich fortschleppen, ἔγχος, die in der Wunde steckende Lanze mit sich schleppen, Il. 13, 597, a. D., wie Ap. Rh. 1, 1162; ἡμᾶς ἐφελκόμενοι Plat. Crat. 439 c; τὴν κλεῖν, den Schlüssel abziehen u. mit sich nehmen, Lys. 1, 13; τὴν ϑύραν, die Thür hinter sich anziehen, Luc. am. 16 u. a. Sp.; – übh. anziehen, eigentlich u. übertr., ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, das Eisen zieht den Mann an sich, Od. 16, 294. 19, 13; ἐφέλκεται τὸ ὑργόν Tim. Locr. 102 a; πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ ξὺν αὑτῇ, bringt mit sich, Eur. Med. 462; sich aneignen, τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen. Cyr. 8, 4, 32; Μοῠσαν ὀϑνείην Theocr. ep. 22, 4; – πόδες ἐφελκόμενοι, Il. 23, 696, sind nachschleppende, gelähmt nachschleifende Füße; so vrbdt Plat. Legg. VII, 795 b χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται. Bei Her. sind οἱ ἐφελκόμενοι die Nachzügler, 3, 105. 4, 203; Pol. 5, 80, 2, der auch ἐφελκομένη καὶ καϑυστεροῦσα ἐπικουρία vrbdí, 9, 40, 2.
-
16 εφελκω
и (только в aor.) ἐφελκύω, ион. ἐπέλκω (fut. ἐφέλξω, aor. ἐφείλκυσα)1) тянуть, тащить, волочить(τὰς οὐράς Her.; καλωδίῳ τι Thuc.)
ἵππον ἐκ τοῦ βραχίονος ἐ. Her. — вести коня в поводу2) med. притягивать, подтягиватьτέν θύραν ἐφελκύσασθαι Luc. — затворить дверь3) med. увлекать за собой, похищать(γυναῖκα ἄκουσαν Plut.)
4) притаскивать, приносить(ποτῆρ΄ ἀσκοῦ μέτα Eur.)
5) med. вытягивать, извлекать(τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆς γῆς Arst.; τέν στρατιὰν ἐκ τῶν στενῶν Plut.)
τέν κλεῖν ἐ. Lys. — вынуть (и унести) ключ6) med. натягивать(κατὰ τῆς κεφαλῆς τὸ ἱμάτιον Plut.)
7) стягивать, т.е. хмурить(ὀφρῦς Anth.)
8) med. (sc. τὸν πόδα) волочить ногу(χωλαίνειν καὴ ἐ. Plat.)
9) (тж. ἐ. ξὺν αὑτῷ Eur.) влечь за собой, приводить с собой, порождать(πολλὰς ξυμφοράς, med. πολλὰ κακά Eur.)
10) med. волочиться (по земле)(ἐφελκομένοισι πόδεσσιν Hom.)
11) med.-pass. медлить, задерживаться(ἐφελκομένη ἐπικουρία Polyb.)
οἱ ἐφελκόμενοι Her. — отставшие (в пути)12) med. приобретать, усваивать(τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen.; δόξας κενάς Plut.)
13) med. присваивать себе(ὄνομά τι Plut.)
14) тж. med. привлекать, манить(ῥείθροισιν ἐφελκόμενος - v. l. ἐφεξόμενος - μαλακοῖσιν HH.)
αὐτὸς ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος Hom. — оружие само просится в руки человека;μέ τούτῳ ἐφέλκεσθε Thuc. — не давайте увлечь себя этим, т.е. не поддавайтесь этому соблазну -
17 υποφερω
(fut. ὑποίσω, aor. 1 ὑπήνεγκα - эп. ὑπήνεικα, aor. 2 ὑπήνεγκον)1) уносить прочь(τέν ναῦν εἰς τέν θάλασσαν Plut.)
μ΄ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες Hom. — меня унесли быстрые ноги2) уносить вниз(τοῖς ποταμος ὑποφέρεσθαι Plut.)
ὑποφέρεσθαι κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα Plut. — скатываться по скользким скалам;τὰ πράγματα μοχθηρῶς ὑποφερόμενα Plut. — дела, которые идут все хуже и хуже;ὑποφέρεσθαι πταίσμασί τινος Plut. — приходить из-за чьих-л. ошибок в упадок;δι΄ ἀσθένειαν ὑποφέρεσθαι Plut. — уступать по слабости (характера);ὑποφέρεσθαι κατὰ μικρόν Plut. — мало-помалу отставать (от истинного календаря);ἥ ὑποφερομένη Μαρίου στάσις Plut. — приходящая в упадок партия Мария3) выносить снизуὑ. τὸ ὑποκείμενον Arst. — удалять подпору
4) подгибать, поджимать(τὰ ὀπίσθια σκέλη Arst.)
5) подставлять(τι ταῖς πληγαῖς Plut.)
6) наносить(θανασίμους πληγάς Plut.)
7) поддерживать, нести на себе(δᾷδα ἡμμένην Plut.)
ὅπλα ὑ. Xen. — нести оружие (за кем-л.);τὰ τὰ σημεῖα δόρατα ὑποφέροντα Plut. — копья с находящимися на них значками8) приводить, доводитьὑ. εἰς νουθεσίαν καὴ διόρθωσιν Plut. — наставлять и исправлять;
πρὸς τὸ κομπῶδες ὑποφέρεσθαι Plut. — впадать в хвастливый тон9) выносить, переносить, выдерживать, терпеть(πόνους καὴ κινδύνους Isocr.; τὰς τῆς τύχης μεταβολάς Polyb.)
10) предлагать(σπονδαὴ ὑποφερόμεναι Xen.)
11) выставлять в качестве предлога, приводить в свое оправдание(τι Xen.)
12) подсказывать, внушать(ἐλπίδα τινός Soph.)
-
18 вид
1. (на чертеже) η όψη- - в разрезе - σε τομή- εν τομή2. мат. η μορφή 3. (колебаний, волн, импульсов) η μορφή 4. (внешний) η όψη, το παρουσιαστικό, η εμφάνισητο ύφος5. биол. το είδος 6. грам. η μορφ/ήсовершенный - глагола τετελεσμένη/στιγμιαία - του ρήματος (π.χ. ο αόριστος, παρακείμενος7. (на жительство) η άδεια παραμονής 8. (род, сорт, форма, состояние) η μορφή, το είδοςв письменном - е γραπτά, γραπτώςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вид
-
19 визирование
I.(наводка) η σκόπευση (οπτικού οργάνου)II.(документа) η θεώρηση (του εγγράφου, του διαβατηρίου)η βίζα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > визирование
-
20 конечности
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конечности
См. также в других словарях:
ὀπισθία — ὀπισθίᾱ , ὀπίσθιος hinder fem nom/voc/acc dual ὀπισθίᾱ , ὀπίσθιος hinder fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθίᾳ — ὀπισθίᾱͅ , ὀπίσθιος hinder fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπίσθια — ὀπίσθιος hinder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθίας — ὀπισθίᾱς , ὀπίσθιος hinder fem acc pl ὀπισθίᾱς , ὀπίσθιος hinder fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθίαν — ὀπισθίᾱν , ὀπίσθιος hinder fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίπυγος — ἀντίπυγος, ον (Α) 1. αυτός που έχει τα οπίσθια στραμμένα προς τα οπίσθια άλλου 2. ο απέναντι, ο αντικρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πυγος < πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος, λευκόπυγος] … Dictionary of Greek
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
οπίσθιος — α, ο (ΑΜ ὀπίσθιος, ία, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθια το πίσω μέρος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
πισινός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έρχεται, κάθεται ή βρίσκεται πίσω από κάποιον, ο οπίσθιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πισινός οι γλουτοί μαζί με τον πρωκτό, τα οπίσθια 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πισινά i) τα οπίσθια μέρη τού ανθρώπου από την οσφύ και κάτω ii)… … Dictionary of Greek
άπυγος — ἄπυγος, ον (Α) [πυγή] 1. ο χωρίς οπίσθια 2. αυτός που έχει ισχνά οπίσθια 3. ο κίναιδος … Dictionary of Greek
ημίκωλα — ἡμίκωλα, τά (Μ) τα οπίσθια, οι γλουτοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κώλον «οπίσθια»] … Dictionary of Greek